- σπαργή
- η, ΝΑνεοελλ.1. διόγκωση τού κυτταροπλάσματος και κυρίως τών χυμοτοπίων ενός φυτικού κυττάρου, η οποία οφείλεται στη διείσδυση νερού στο εσωτερικό τους, όταν το κύτταρο βυθίζεται σε ένα υποτονικό διάλυμα, δηλαδή σε ένα διάλυμα με μικρότερη συγκέντρωση από αυτήν τού κυττάρου ή τού χυμοτοπίου2. φρ. «πίεση σπαργής»βιολ. η πίεση που δημιουργείται στο εσωτερικό ενός φυτικού κυττάρου και οφείλεται στην υδροστατική πίεση τών περιεχομένων τού χυμοτοπίου πάνω στο άκαμπτο κυτταρικό τοίχωμααρχ.(κατά τον Ησύχ.) «σπαργαί, ὀργαί, ὁρμαί».[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού σπαργῶ «είμαι σφριγηλός, γεμάτος χυμούς»].
Dictionary of Greek. 2013.